μομφά

From LSJ
Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

English (Slater)

μομφά
   1 censure αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (ὄνειδος τοῖς Ἕλλησι περιεποίησε aut οὐκ ὀλίγην μέμψιν ἔχει ἐν τοῖς Ἕλλησι. Σ: “er machte ihnen einen Vorwurf, bzw., er ist ihnen ein Vorwurf,” Bischoff, Gnomen, 25̆{39}, cf. fr. 359.) (I. 4.36)

Russian (Dvoretsky)

μομφά: ἡ дор. = μομφή.