Νάξιος

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Naxos, une des Cyclades;
2 de Naxos, en Sicile.
Étymologie: Νάξος.

English (Slater)

Νάξιος
   1 of Naxos,
   a the Aegean island. φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (νομίζονται γὰρ διαφορώταται τῶν ἄλλων ἀκονῶν αἱ κατὰ τὴν ἐν Κρήτῃ Νάξον Σ, but edd. refer to the island of Naxos) (I. 6.73)
   b Naxos in Sicily. ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον. (v. Paus., 6. 13. 8.) fr. 23.

Russian (Dvoretsky)

Νάξιος: II ὁ житель Наксоса, наксосец Her. etc.
наксосский: Ναξία ἀκόνα Pind. оселок из наксосского камня.