μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
περάπτω (= περιάπτω) 1 wrap round c. acc. & dat. γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52)
περάπτω: дор. = περιάπτω.