φονός

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονός Medium diacritics: φονός Low diacritics: φονός Capitals: ΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phonós Transliteration B: phonos Transliteration C: fonos Beta Code: fono/s

English (LSJ)

ἡ,

   A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.).    II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή 11).

English (Slater)

φονός ? (ἡ)
   1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός () < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].———————— (II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].