λαμβδακισμός
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
German (Pape)
[Seite 11] ὁ, Lambdazismus (λαβδακισμός), zu häufiger Gebrauch des Lambda, Quinct. 1, 5, 32; vgl. Lob. paralipp. 9.
Russian (Dvoretsky)
λαμβδακισμός: ὁ ламбдацизм (чрезмерное употребление лямбды, нагромождение λ) Quint.