ἀγχόθι

From LSJ
Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόθι: ἐπίρρ., = ἀγχοῦ, ἄγχι, πλησίον, μ. γεν., Ἰλ. Ξ. 412, Ὀδ. Ν. 103· ἀπολ., Θεοκρ. 22. 40, Ἀνθ.

French (Bailly abrégé)

adv.
auprès.
Étymologie: ἄγχι, -θι.

English (Autenrieth)

ἄγχι.

Spanish (DGE)

(ἀγχόθῐ)
adv. cerca c. gen. δειρῆς Il.14.412, αὐτῆς Od.13.103, ὄρεος Φυλληίου ἀ. ναίων A.R.1.37, πατρός Theoc.24.135, πηγάων Call.Dian.171
s. rég. ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσσαν ἀ. πεῦκαι Theoc.22.40, cf. IG 9(2).645 (Larisa, imper.).

Greek Monotonic

ἀγχόθι: επίρρ. = ἀγχοῦ, κοντά· με γεν. σε Όμηρ.· απόλ. σε Θεόκρ.