ἀνοιδαίνω

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοιδαίνω Medium diacritics: ἀνοιδαίνω Low diacritics: ανοιδαίνω Capitals: ΑΝΟΙΔΑΙΝΩ
Transliteration A: anoidaínō Transliteration B: anoidainō Transliteration C: anoidaino Beta Code: a)noidai/nw

English (LSJ)

   A blow up, inflate, Poll.4.179: aor. inf. ἀνοιδῆναι Q.S. 14.470.    II intr., = ἀνοιδέω, Nic.Fr.68.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιδαίνω: φουσκώνω, ἐνεργ. κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, Πλωτῖν. 449D · μέσ. ἀόρ. ἀνοιδῆναι Κόϊντ. Σμ. Ξ. 470: - Παθ., ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ τῶν μυώνων, Χρηστοδ. Ἔκφρ. 234. ΙΙ. ἀμετάβ., = ἀνοιδέω Νίκ. Παρ’ Ἀθην. 126C.

Spanish (DGE)

1 tr. hinchar de los vientos ἀνοιδῆναι τε θάλασσαν Q.S.14.470.
2 intr. hincharse τὸ ἀνοιδαῖνον συστεῖλαι Poll.4.179, ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον Nic.Fr.68.7, φῶτες ἀνοιδαίνοντες ὀλέθρῳ cuerpos que se hinchan con la muerte de ahogados, Nonn.D.6.279
tb. en v. med. ἀνοιδαίνοντο δὲ μαζοί Nonn.D.9.57.

Greek Monolingual

ἀνοιδαίνω (Α)
βλ. ανοιδώ.