ἀνάκλημα
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀνάκλασις, τοῦ ῥυθμοῦ Jul.Ep.186.
German (Pape)
[Seite 192] τό, das Anrufen, Anheben des Gesanges, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλημα: -ατος, τό, = ἀνάκλησις, πρὸς τὸ ἀνάκλημα τοῦ ῥυθμοῦ συνομαρτοῦντες, πρὸς τὸ ἀνάκρουσμα, Ἰουλιαν. 421Β.
Spanish (DGE)
-ματος, ἡ
acción de dar el tono a los cantores por parte del corego τοῦ ῥυθμοῦ Iul.Ep.186.421b.
Greek Monolingual
(I)
το (Μ ἀνάκλημα)
βλ. ανακάλημα.———————— (II)
ἀνάκλημα, το (Α)
βλ. ανάκλαση (-ις).