ἀστροποιέω
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
τι
A make a constellation of it, An.Ox.3.164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροποιέω: ποιῶ ἢ καθιστῶ τι ἀστερισμόν, «εἴ τινες πλοκάμους γυναικῶν ἀνάγουσιν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀστροποιοῦσιν ἀποκειρομένας ἐθείρας» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3. σ. 164, 19.
Spanish (DGE)
convertir en constelación ἀστροποιοῦσιν ἀποκειρομένας ἐθείρας An.Ox.3.164.