ἀμυντέον
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
verb. Adj. of ἀμύνω,
A one must assist, c. dat. pers., X.Cyr.8.6.6: also pl., ἀμυντέ' ἐστὶ τοῖς κοσμουμένοις S.Ant.677. II one must repel, Ar. Lys.661.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυντέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀμύνω, χρὴ ἀμύνειν, δηλ. βοηθεῖν· μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Κύρ. 8. 6, 6· οὕτω καὶ πληθ. ἀμυντέ’ ἐστὶ τοῖς κοσμουμένοις Σοφ. Ἀντ. 677. ΙΙ. χρὴ ἀπελαύνειν, ἀποκρούειν, Ἀριστοφ. Λυσ. 661.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hay que ayudar, defender c. dat. de pers. ἀμυντέ' ἐστὶ τοῖς κοσμουμένοις S.Ant.677, ἡμῖν ἔσται ἀμυντέον X.Cyr.8.6.6.
2 hay que hacer frente a, luchar contra τὸ πρᾶγμα Ar.Lys.661.
Greek Monotonic
ἀμυντέον: ρημ. επίθ. του ἀμύνω, αυτός που πρέπει να βοηθήσει, με δοτ. προσ., σε Ξεν.· ομοίως πληθ. ἀμυντέα, σε Σοφ.