ἀχύρινος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

η, ον,

   A fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.

German (Pape)

[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.

Spanish (DGE)

-η, -ον hecho de o con paja φλόξ Plu.2.658d.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α ἀχύρινος, -η, -ο)
νεοελλ.
φτιαγμένος από άχυρο
αρχ.
φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» — φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα.