διδυμόζυγος

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A with a pair of horses; twofold, ὕδωρ Nonn.D.15.21; μόρος ib.34.240.

German (Pape)

[Seite 616] doppelgespannt, übh. doppelt, Nonn. D. 15, 21.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμόζῠγος: -ον, διπλοῦς, ὕδωρ Νόνν. Δ, 15. 21· ὡσαύτως, ἔχων ζεῦγος ἵππων, διδυμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ, δίφρος ὁ αὐτ. Δ. 21. 210.

Spanish (DGE)

(δῐδῠμόζῠγος) -ον
de doble yugo fig. doble ὕδωρ a los ojos de un ebrio, Nonn.D.15.21, μόρος destino doble Nonn.D.34.240.

Greek Monolingual

διδυμόζυγος, -ον και διδυμόζυξ (-υγος), ο, η (Α)
1. ο ζεμένος με δύο ίππους ή βόδια
2. διπλός.