ἐκθεάομαι
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A see out, see to the end, S.OT1253. II Pass., to be made visible, prob. for ἐκθειασθῇ in Ph.1.96.
German (Pape)
[Seite 760] anschauen, Soph. O. R. 1253.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθεάομαι: ἀποθ., θεῶμαι, παρατηρῶ τι μέχρι τέλους, Σοφ. Ο. Τ. 1253.
French (Bailly abrégé)
-εῶμαι;
inf. ao. ἐκθεάσασθαι;
contempler, acc..
Étymologie: ἐκ, θεάομαι.
Spanish (DGE)
contemplar por entero, asistir hasta el final οὐκ ἦν τὸ κείνης (τῆς Ἰοκάστης) ἐκθεάσασθαι κακόν no fue posible asistir al desgraciado final de aquélla (Yocasta) S.OT 1253.
Greek Monotonic
ἐκθεάομαι: αποθ., βλέπω, κοιτώ, παρατηρώ κάτι μέχρι τέλους, σε Σοφ.