γιγγλισμός
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ὁ,
A tickling, Suid. II = γίγγλυμος 5, Paus.Gr.Fr. 108.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλισμός: ὁ, γαργάλισμα, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γιγλ- Sud., Anecd.Ludw.74.17
cosquillas, risa a carcajadas producida por las cosquillas, Hsch., Sud., Anecd.Ludw.l.c.
• Etimología: Deformación expresiva de κιχλισμός quizá por influencia de γίγγρος etc.
Greek Monolingual
γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση του γίγγρος}.