ἔκλεμμα
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Full diacritics: ἔκλεμμα | Medium diacritics: ἔκλεμμα | Low diacritics: έκλεμμα | Capitals: ΕΚΛΕΜΜΑ |
Transliteration A: éklemma | Transliteration B: eklemma | Transliteration C: eklemma | Beta Code: e)/klemma |
ατος, τό, (ἐκλέπω)
A peel, rind, Hp.Morb.2.13.
[Seite 767] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Hippocr.
ἔκλεμμα: τό (ἐκλέπω) ὁ ἀφαιρεθεὶς φλοιός, λέπυρον, «φλοῦδα» Ἱππ. 465. 42.
-ματος, τό cáscarade bellota, Hp.Morb.2.13.
ἔκλεμμα, το (Α)
φλοιός που έχει αφαιρεθεί.