ἀντεκτίνω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
[ῑ],
A repay, Ph.2.78, al.
German (Pape)
[Seite 245] (s. τίνω), dagegen vergelten, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκτίνω: [ῑ], ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω, Φίλων 2. 78.
Spanish (DGE)
pagar ὑπὲρ ὧν εὖ πεπόνθεσαν Ph.2.78.
Greek Monolingual
ἀντεκτίνω (Α)
αντιπληρώνω.