δρυοπαγής

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

German (Pape)

[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.

Spanish (DGE)

(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.

Greek Monolingual

δρυοπαγής, -ές (AM)
δρύινος.