δρυοπαγής
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
German (Pape)
[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.
Spanish (DGE)
(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.