ἀκρομέλας
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
αινα, αν,
A black at top, πτερόν PMag.Par.1.800.10.
Spanish (DGE)
-αινα, -αν extremo negrode ala del ibis PMag.4.802.
Greek Monolingual
ἀκρομέλας, -αινα, -αν (Α)
ο κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + μέλας.