ἀρτυσία

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτῡσία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ ὀψαρτυσία, Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, ἔνθα γράφεται ἀρτηρίαν.

Spanish (DGE)

(ἀρτῡσία) -ας, ἡ condimentación Alex.36.9 (cj.).

Greek Monolingual

ἀρτυσία, η (Α) αρτύω
η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.