διαθηράω
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
A hunt, θηρίον Philostr.Im.1.6: metaph., ὥραν μειρακίου ib.28.
German (Pape)
[Seite 578] aufspüren, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
διαθηράω: ἀνιχνεύω, καταδιώκω ὡς κυνηγός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Φιλοστρ. σ. 740.
Spanish (DGE)
cazar τὸ θηρίον Philostr.Im.1.6, fig. τὴν ὥραν ἐκείνου τοῦ μειρακίου διαθηρῶντας Philostr.Im.1.28.