ἐκχοΐζω
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
A dig out, Ostr.Strassb.677 (ii A.D.), Suid. II Pass., to be decanted into jars, of wine, PSI5.517 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
1 excavar ἐκχοί(ζων) καὶ ὁμαλ(ίζων) BGU 2353.6 (II d.C.), cf. OStras.677 (II d.C.), POxy.2272.66 (II d.C.), Pall.H.Laus.39.4, Sud.
2 trasegar en v. pas. ἀπὸ τοῦ ἐκχοισθέντος οἴνου PSI 517.2 (III a.C.).
Greek Monolingual
ἐκχοΐζω (AM)
μσν.
1. ξεθάβω, εξορύσσω
2. μτφ. ανυψώνω κάποιον αποσπώντας τον από τα γήινα
αρχ.
μεταγγίζω σε πιθάρι.