αἰχμαλώτευμα
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
butin de guerre.
Étymologie: αἰχμαλωτεύω.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμαλώτευμα: τό, τὸ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθὲν ἢ ἁρπαγέν, Βασίλ. τόμ. Α΄, σ. 542.
Spanish (DGE)
-ματος, τό botín Basil.M.31.1449C.