ἀλάλυγξ

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ᾰλᾰ], υγγος, ἡ,

   A = λυγμός, gulping, choking, Nic.Al.18, cf. AB374.

German (Pape)

[Seite 89] υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλυγξ: υγγος, ἡ, λυγμός, πνιγμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 18.

Spanish (DGE)

-υγγος, ἡ

• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
ahogo Nic.Al.18, cf. AB 374.

• Etimología: Cf. λύγξ y ἀλαλή.

Greek Monolingual

ἀλάλυγξ (-υγγος), η (Α)
λυγμός, πνιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. της λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι «περιφέρομαι» ή ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος»].