ἀλευρομαντεῖον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό,
A divination from flour, Oenom. ap. Eus.PE5.25.
German (Pape)
[Seite 93] τό, Prophezeihung aus Mehl, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλευρομαντεῖον: τό, πρόρρησις δι’ ἀλεύρου, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 219.
Spanish (DGE)
-ου, τό vaticinio por harina Oenom.7.20.
Greek Monolingual
ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) ἀλευρόμαντις
το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία.