ἀμπελοποιία
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀμπελουργία, Eust.1619.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοποιία: ἡ, = ἀμπελουργία, Εὐστ. 1619. 59.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ cultivo de la vid Eust.1619.59.
Greek Monolingual
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].