ἀνταποτίνω

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῑ],

   A requite, repay, AP9.223 (Bianor), Orph.Fr.32d,<*>.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποτίνω: ἀνταποδίδωμι, Ἀνθ. Π. 9. 223: - ὡσαύτως ἀνταποτίννυμι ἢ -ύω, Βυζ.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
pagar a su vez καὶ κύριος ἀνταποτείσει αὐτῷ ἀγαθά LXX 1Re.24.20, ποινὰν δ' ἀνταπέ[ι] τε[σε] υσ' (sic) ἔργων ἕνεκ[α] οὔτι δικαίων Orph.Fr.32d, cf. e, τὰ δ' εὐστοχίης ἀνταπέτισε βέλη pagó la pena por sus certeras flechas, AP 9.223 (Bianor).

Greek Monolingual

ἀνταποτίνω και -τίννυμι, Μ -νύω)
ανταποδίδω, ξεπληρώνω.