ξεπληρώνω

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

1. τελειώνω την πληρωμή οφειλής, ξεχρεώνω
2. ανταποδίδω ηθική ή υλική υποχρέωση («κάποια μέρα θα του το ξεπληρώσω το καλό που μού έκανε»)
3. πληρώνω κάτι ως πρόστιμο ή ως αντιστάθμισμα («να σάς το ξεπληρώσει ο θεός»)
4. εκδικούμαι, τιμωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πληρώνω (αόρ. ἐξ-επλήρωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].