ἀνταποτίνω
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
[ῑ], requite, repay, AP9.223 (Bianor), Orph.Fr.32d,†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
pagar a su vez καὶ κύριος ἀνταποτείσει αὐτῷ ἀγαθά LXX 1Re.24.20, ποινὰν δ' ἀνταπέ[ι] τε[σε] υσ' (sic) ἔργων ἕνεκ[α] οὔτι δικαίων Orph.Fr.32d, cf. e, τὰ δ' εὐστοχίης ἀνταπέτισε βέλη pagó la pena por sus certeras flechas, AP 9.223 (Bianor).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποτίνω: ἀνταποδίδωμι, Ἀνθ. Π. 9. 223: - ὡσαύτως ἀνταποτίννυμι ἢ -ύω, Βυζ.
Greek Monolingual
(Α ἀνταποτίνω και -τίννυμι, Μ -νύω)
ανταποδίδω, ξεπληρώνω.
Greek Monotonic
ἀνταποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], ξεπληρώνω, ανταποδίδω, σε Ανθ.