ἀντέξωσις
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
εως, ἡ,
A counter-thrust, Epicur.Ep.2p.40U.
German (Pape)
[Seite 246] (ὠθέω), ἡ, gegenseitiges Ausstoßen, Epic. bei D. L. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέξωσις: ἡ, ἀμοιβαία ἔξωσις, ἐκβολή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 93.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
oposición, fuerza en sentido contrario ἀέρος ἀ. Epicur.Ep.[3] 93.
Greek Monolingual
ἀντέξωσις, η (Α)
ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση.