ἀξιομισής

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ές,

   A worthy of hate, hateful, D.C.78.21.

German (Pape)

[Seite 270] ές (μῖσος), hassenswürdig, Dio Cass. 75, 2l.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομῑσής: -ές, ἄξιος μίσους, μισητός, Δίων Κ. 78. 21· οὕτω καὶ ἀξιομίσητος, ον, Πλούτ. 2. 10Α, 537C: - ἀξιόμῑσος, ον, ἀπαντᾷ ἐν ἐφθαρμένῳ τινὶ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου, Εὐμ. 366.

Spanish (DGE)

(ἀξιομῑσής) -ές
digno de odio A.Fr.472.5, οὓς μάλιστα ... ἀξιομισεῖς ἐνόμιζεν εἶναι D.C.78.21.2.

Greek Monolingual

ἀξιομισής (-οῡς), -ές (Α)
ο αξιομίσητος.