ἁπαλυντής
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A worker of hides, currier, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.
Greek Monolingual
ἁπαλυντής, ο (Μ)
εκείνος που κάνει απαλά τα δέρματα, ο βυρσοδέψης.