ἁπαλίας
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ου, ὁ,
A a sucking pig, D.L.8.20 (prob.); cf. ἁπάλιον· θῦμα δελφάκιον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαλίας: -ου, ὁ, ἔριφος γαλαθηνός. Περὶ Πυθαγόρου ἀναφέρεται ὅτι ἐν ταῖς θυσίαις ἐχρῆτο «ἀλέκτορσι μόνον καὶ ἐρίφοις γαλαθηνοῖς τοῖς λεγομένοις ἁπαλίαις» Διογ. Λ. 8. 20.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ lechón D.L.8.20.
Greek Monolingual
ἁπαλίας, ο (Α)
νεογέννητο κατσικάκι ή γουρουνάκι.