ἀπενθής

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενθής Medium diacritics: ἀπενθής Low diacritics: απενθής Capitals: ΑΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: apenthḗs Transliteration B: apenthēs Transliteration C: apenthis Beta Code: a)penqh/s

English (LSJ)

ές,

   A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.

German (Pape)

[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.

Spanish (DGE)

-ές
1 libre de dolor ἀ. πέργαμ' A.Pr.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.Fr.11.2, Nonn.D.38.165, (Ἑλλάς) Plu.Flam.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.20.10.
2 que aleja el dolor βότρυς Nonn.D.7.87.

Greek Monolingual

ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη
2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.