ἀπικνέομαι
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
German (Pape)
[Seite 291] Her., = ἀφικνέομαι.
French (Bailly abrégé)
prés. ion. de ἀφικνέομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀφικνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπικνέομαι: ион. = ἀφικνέομαι.
[Seite 291] Her., = ἀφικνέομαι.
prés. ion. de ἀφικνέομαι.
v. ἀφικνέομαι.
ἀπικνέομαι: ион. = ἀφικνέομαι.