ἀποκεφαλιστής

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 306] ὁ, der Kopfabschneider, Strab.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ verdugo encargado de decapitar Str.11.14.14.

Greek Monolingual

ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.