ἀποπαιδαριόω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
dub. sens. in PSI4.418.17(iii B.C.).
Spanish (DGE)
prob. mofarse, hacer objeto de burla ἀποσύνταξον μὴ ... ἐπιτηροῦντας ... ἀποπαιδαριοῦν γυμνοὺς ἱστάντας ἡμᾶς PSI 418.16 (III a.C.).