ἀποπάλησις
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
εως, ἡ, A gloss on ἐκπάλησις, read by Erot. in Hp. Fract.42, cf. Gal.19.84.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, Ausrenkung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπάλησις: -εως, ἡ, ἀποδίωξις, ἄπωσις, Γαλην. Γλωσσ. σ. 440.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -παλλήσιος Gal.19.84]
sacudida violenta Hp. en Erot.23.2, Gal.l.c.; cf. ἀπόπαλσις.