ἀποπροθέω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A run away from, AP9.679 (better divisim).
German (Pape)
[Seite 320] (s. θέω), davon weglaufen, Ep. ad. 366 (IX, 679).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροθέω: φεύγω μακρὰν από τινος, Ἀνθ. Π. 9. 679 (ἕτεροι διῃρημένως).
Spanish (DGE)
alejarse a la carrera μηκέτι φεύγετε πάντες ἀποπροθέοντες AP 9.679.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπροθέω: тж. раздельно убегать Anth.