ἀποτειχισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀποτείχισις 1, Plu.Nic.18, etc.
German (Pape)
[Seite 330] ὁ, dasselbe, Plut. Nic. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτειχισμός: -οῦ, ὁ, = ἀποτείχισις, Ι., Πλουτ. Νικ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ construcción de un muro Plu.Nic.18.
Greek Monolingual
ἀποτειχισμός, ο (Α)
η αποτείχισις.