πούλιμος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πούλιμος Medium diacritics: πούλιμος Low diacritics: πούλιμος Capitals: ΠΟΥΛΙΜΟΣ
Transliteration A: poúlimos Transliteration B: poulimos Transliteration C: poylimos Beta Code: pou/limos

English (LSJ)

ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for βούλιμος, Plu.2.694a. (που-perh. not cogn. with βου- but late Boeot. spelling of πῠ- (cf. pr. n.

   A Πυλιμιάδας IG7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt.ku-(I.-E.q[uglide]ῠ 'what') in ku-purusas 'what a man!', i.e. 'a bad man', etc.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(αιολ. τ.) η βουλιμία, η αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούλιμος, κατά μία άποψη, αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. βούλιμος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, το που- αποτελεί μτγν. προφορά του πυ- (πρβλ. Πυλιμιάδας), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. ku- (πρβλ. ΙΕ qwu- «τι»)].