ἀπροσκόλλητος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσκόλλητος Medium diacritics: ἀπροσκόλλητος Low diacritics: απροσκόλλητος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aproskóllētos Transliteration B: aproskollētos Transliteration C: aproskollitos Beta Code: a)prosko/llhtos

English (LSJ)

ον,

   A not adhering, τινί Eust.1940.20.

German (Pape)

[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.

Spanish (DGE)

-ον que no se adhiere τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπροσκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου
αρχ.
αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία.