ἀσημότης
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
English (LSJ)
A ignobilitas, Gloss.
German (Pape)
[Seite 369] ητος, ἡ, Unbekanntheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσημότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἄσημον, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
ignobilitas, Gloss.2.247.