πρίαμαι
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
(assumed as Pres.), 1 aor. ἐπρῐάμην freq. in Att., supplying aor. of ὠνέομαι,
A buy; 2sg. ἐπρίω Ar.V.1440; 3sg. ἐπρίατο IG12.94.22, Ep. πρίατο Od.1.430; imper. πρίασο Ar.Ach.870; πρίω ib.34, 35, Eup.1, etc.; Dor. πρίᾱ Epich.137; subj. πρίωμαι Ar.Ach.812, 2sg. πρίῃ Id.Nu.614, 3sg. πρίηται D.18.247, Thphr.Fr.97.3; opt. πριαίμην S.Ant.1171, Leg.Gort.6.13, etc.; inf. πρίασθαι IG12.10.5, E.Med.233, Ar.V.253, etc. (πριάσασθαι v.l. in LXXGe.42.10); part. πριάμενος Hdt.1.196, IG12.94.22, Leg.Gort.6.20, etc.:—buy, Od.l.c., etc.; ὁ πριάμενος, opp. ὁ ἀποδόμενος, Leg.Gort.6.20: c. dat. pretii, τίς σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Od.14.115, cf. 452; τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις E.Hel.885, cf. Med.233, etc.: c. gen., π. θανάτοιο purchase by his death, Pi.P.6.39; π. καπίθην ἀλεύρων τεττάρων σίγλων X.An.1.5.6; π. πολλοῦ Id.Cyr.3.2.19 (also πρὸ πάντων χρημάτων Id.Mem.2.5.3.); πρίασθαι οὐδενὸς λόγου to buy at no price, S.Aj.477: with dat. pers.added, πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; Ar.Ach.812, cf. Ra. 1229, S.Ant.1171; π. τι παρὰ τῶν ἐκτημένων Hdt.9.94; π. τὴν χώραν παρά τινων τριάκοντα ταλάντων X.HG3.2.30: c. inf., π. παρά τινων μὴ δοῦναι δίκην And.3.38; τῆς ψυχῆς π. ὥστε μὴ . . X.Cyr.3.1.36, cf. 8.4.23: π. alone, π. τίμιον [τοὔλαιον] buy it dear, Ar.V.253; τὴν εἰρήνην π. Aeschin. 2.178; ὀπώραν D.53.21; π. τὸ ποιῆσαι buy the power of doing, X. Cyr.5.3.10. 2 of slaves, π. Σκύθας τοξότας And.3.5, cf. Posidipp. 23; ἐπιστάτην ταλάντου X.Mem.2.5.2; τέκτονα πέντε μνῶν Pl.Amat. 135c. 3 π. τοὺς δικαστάς buy, i.e. bribe them, D.7.7. 4 rent, farm a tax, etc., τέλος X.Vect.4.20; μέταλλον Din. ap. D.H.Din.13; ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.92, etc.: abs., οἱ πριάμενοι [τὸ θέατρον] the contractors for the management of the theatre, IG22.1176.15,31. (Cf. Skt. κρīνā´τι, OIr. crenid, Welsh prynu 'buy', Old Lith. krienas 'bride-price'.)
German (Pape)
[Seite 700] kaufen, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασθαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο θανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., πρίω u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, τέλος, 1, 93, Σκύθας, 3, 5; παρά τινος, μὴ δοῦναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισθοῦσθαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσθαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασθαι τὴν καπίθην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασθαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit περάω, περνάω, πιπράσκω.)