ἀσυγκίνητος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθα ὁ κῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que no produce agitación οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) ... ἀσυγκινητότατοι Antyll. en Orib.6.21.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυγκίνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής, ο ατάραχος
αρχ.
εκείνος που δεν προκαλεί συγκίνηση.