προαναλίσκω
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
fut.
A -ώσω Th.1.141: aor. -ανάλωσα, also -ανήλωσα IG22.834.3:—use up or spend before, χρήματα Th. l.c.; μνᾶν ἀργυρίου D.41.11; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Lys.19.57; π. ἑαυτούς D.C.59.18; π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς, i.e. πρὸ τῆς γνώσεως, Plu.2.517a:—Pass., throw away one's life first, Th.7.81; of water, to be used up before, Hp.Vict.2.42, Arist.Mete.349b11.
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προσαναλίσκω.