βέλτατος
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. βέλτιστος.
Étymologie: cf. βέλτερος.
Spanish (DGE)
-η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα A.Eu.487, στρατοῦ τὰ βέλτατα A.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.
Greek Monolingual
-η, -ον βέλτατος, -η, -ον (ποιητ.) (Α)
υπερθ. του αγαθός, ο άριστος, ο καλύτερος απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.