γαύσαπος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A gausapa, Str.5.1.12: γαυσάπης, Varr. ap. Prisc.Inst.7.56.
Greek (Liddell-Scott)
γαύσαπος: ἢ -άπης, ου, ὁ, τὸ Λατ. gaus ăpa, Στράβ. 218.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étoffe de laine grossière.
Étymologie: = lat. gausapa.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γαυσάπης Varro en Priscian.Inst.7.56
lat. gausapa, paño de lana corriente, Str.5.1.12, Varro l.c.
• Etimología: Quizá prést. de una lengua balcánica.
Greek Monotonic
γαύσᾰπος: ή -άπης, ὁ, χοντρό, ακατέργαστο ύφασμα, όπως αυτά για το κρύο, σε Στράβ. (ξενική λέξη).