δαιμονιοπληξία

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

German (Pape)

[Seite 514] ἡ, der Zustand des vorigen, Sp.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): δαιμονο- Petasius en Olymp.Alch.97.17
estado de posesión por un espíritu maligno, Ptol.Tetr.3.15.5, Petasius l.c., Olymp.Alch.95.20.

Greek Monolingual

δαιμονιοπληξία, η (AM) δαιμονιόπληκτος
το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο.