δαιμονιοπληξία
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, der Zustand des vorigen, Sp.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): δαιμονο- Petasius en Olymp.Alch.97.17
estado de posesión por un espíritu maligno, Ptol.Tetr.3.15.5, Petasius l.c., Olymp.Alch.95.20.
Greek Monolingual
δαιμονιοπληξία, η (AM) δαιμονιόπληκτος
το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο.