δάσοφρυς
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
[ᾰ], υ,
A with shaggy brows, Adam.2.26.
Greek (Liddell-Scott)
δάσοφρυς: υ, ὁ ἔχων δασείας ἢ δασύτριχας τὰς ὀφρῦς, Φυσιογν., ἴδε Λοβ. Φρύν. 677.
Spanish (DGE)
-υος de cejas pobladasde Querefonte Tz.Comm.Ar.2.418.26.
Greek Monolingual
δάσοφρυς (-υος), -υ (Α)
αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»].