δεσμότριχον
English (LSJ)
τό, A gloss on κεκρύφαλος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 550] τό, Haarbinde, Hesych.
Spanish (DGE)
-ου, τό redecillapara el pelo, Hsch.s.u. κεκρύφαλος.
τό, A gloss on κεκρύφαλος, Hsch.
[Seite 550] τό, Haarbinde, Hesych.
-ου, τό redecillapara el pelo, Hsch.s.u. κεκρύφαλος.